- ἀπεπειράσατο
- ἀπεπειρά̱σατο , ἀποπειράομαιmake trialaor ind mid 3rd sg (attic)ἀπεπειρά̱σατο , ἀποπειράομαιmake trialaor ind mid 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.